...
.
Η Ιστορία (που, προχωρεί όπως ορισμένοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, με διακεκομμένες σκηνές) περνάει τώρα στην εικόνα μιας επικίνδυνης ταβέρνας που βρισκόταν στην παντοδύναμη έρημο, σαν να 'τανε στην ανοιχτή θάλασσα.
Ο χρόνος, μια φοβερή νύχτα του 1873, η ακριβής τοποθεσία, ο Μαντρωμένος Κάμπος στο Νέο Μεξικό. Η γη είναι τόσο παράξενα λεία, ενώ ο ουρανός, με το φεγγάρι και τα σύννεφα φορτωμένα καταιγίδες, είναι γεμάτος πηγάδια και βουνά. Στη γη το κρανίο μιας γελάδας, η στριγγλιά και τα μάτια του κογιότ μες στο σκοτάδι, όμορφα άλογα, και ένα φως που απλώνεται από την ταβέρνα. Μέσα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους πάνω στον μοναδικό πάγκο του μπαρ, κατάκοποι, γεροδεμένοι άντρες, πίνουν το πιοτό τους που τους ανάβει και κάνουν τη φιγούρα τους μ' ένα σωρό ασημένια νομίσματα που 'χουν απάνω ένα φίδι κι έναν αετό, Ένας πιωμένος τραγουδάει αδιάφορος. Κάμποσοι συζητάνε σε μια γλώσσα με πολλά σίγμα, που πρέπει να 'ναι ισπανικά, γιατί αυτούς που τα μιλάνε τους κοιτάζουν με περιφρόνηση. Ο Μπιλ Χάριγκαν, ο κοκκινωπός αρουραίος των λαϊκών πολυκατοικιών, είναι ένας απ' αυτούς που σιγοπίνουν εκεί μέσα. Έχει κατεβάσει δυο ρακές και σκέφτεται να ζητήσει κι άλλο, ίσως γιατί δεν του έχει απομείνει πεντάρα. Οι άνθρωποι της ερήμου τον εκνεύριζαν. Τους βλέπει έτσι φοβερούς, θυελλώδεις, ευτυχισμένους και μισητά ικανούς να τα φέρνουν βόλτα με τ' άγρια βόδια και τα μεγαλόσωμα άλογα. Πέφτει απότομα μια νεκρική σιωπή, που την αγνοεί μονάχα ο μεθυσμένος τραγουδώντας παράφωνα. Είχε μπει κάποιος Μεξικάνος, ένα σκέτο θηρίο, με φάτσα γριας Ινδιάνας. Φοράει ένα τεράστιο σομπρέρο, κι έχει ένα πιστόλι δεξιά κι ένα αριστερά. Σε φριχτά αγγλικά, εύχεται μια καλησπέρα σ' όλους τους γκρίνγκος -σκύλας γιούς- που πίνουν. Κανένας δεν αρπάζεται απ 'την πρόκληση. Ο Μπιλ ρωτάει ποιός είναι, και του ψιθυρίζουν τρομαγμένοι πως ο Ντάγκο -ο Ντιέγκο- είναι ο Βελισάριος Βιζαγκράν, απ' την Τσιουάουα. Την ίδια στιγμή πέφτει ένας πυροβολισμός. Καλυμμένος από μια σειρά ψηλότερους του άντρες ο Μπιλ έριξε στον παρείσαχτο. Το ποτήρι από το χέρι του Βιζαγκράν πέφτει, κι ύστερα κι ο ίδιος. Χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει τον φανταχτερό νεκρό, ο Μπιλ συνέχισε την κουβέντα. "Αλήθεια;" είπε. "Κι εγώ είμαι ο Μπιλ Χάριγκαν, από την Νέα Υόρκη". Ο μεθυσμένος συνέχιζε το τραγούδι του ατάραχος. Μπορεί να φανταστεί κανείς την αποθέωση. Ο Μπιλ μοίραζε χειραψίες και δεχόταν συγχαρητήρια, επευφημίες και ουίσκι. Κάποιος παρατήρησε ότι δεν είχε χαρακιές στο πιστόλι του και του πρότεινε να κάνει μιά σ' ανάμνηση του θανάτου του Βιζαγκράν. Ο Μπιλ δε Κιντ πήρε τον σουγιά κείνου του τύπου, αλλά είπε "δεν αξίζει τον κόπο να σημειώνεις Μεξικάνους". Ίσως δεν φτάνει αυτό. Κείνη τη νύχτα, ο Μπιλ, απλώνει την κουβέρτα του πλάι στο πτώμα και κοιμάται ως το πρωί - επιδειχτικά.
Από κείνη την πετυχημένη πιστολιά γεννήθηκε (σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων) ο Μπίλι δε Κιντ ο Ήρωας και πέθανε ο μουλωχτός Μπιλ Χάριγκαν. Το πιτσιρίκι των υπονόμων και των ύπουλων επιθέσεων έγινε πιονιέρος. Έμαθε στ' άλογα, έμαθε να καλπάζει όρθιος πάνω στην σέλα σε στιλ Γουάιομινγκ ή Τέξας, κι όχι με το κορμί προς τα πίσω σε στιλ Όρεγκον και Καλιφόρνιας. Ποτέ δεν έφτασε εντελώς το θρύλο του, αλλά όλο και πλησίαζε. Ο καουμπόης κράτησε κάτι απ' τον αλήτη της Νέας Υόρκης, μετάφερε στους Μεξικάνους το μίσος που είχε προηγουμένως για τους νέγρους. Παρ' όλα αυτά τα τελευταία λόγια του ήταν (βρισιές) στα ισπανικά. Έμαθε στην περιπλανώμενη ζωή των γελαδάρηδων. Έμαθε και κάτι άλλο, δυσκολότερο: να κουμαντάρει ανθρώπους, αυτά τα δυο τον βοήθησαν να γίνει σπουδαίος ζωοκλέφτης. Πότε πότε τον τραβούσαν οι κιθάρες και τα μπορντέλα του Μεξικού. Με την τρομερή διαύγεια της αυπνίας, οργάνωνε πολυμελή όργια που συχνά βαστούσαν τέσσερα μερόνυχτα. Στο τέλος πλήρωνε το λογαριασμό με πιστολιές. Όσο το δάχτυλο του ήταν αλάθητο στη σκανδάλη, ήταν ο πιο επικίνδυνος (κι ίσως ο πιο ανώνυμος κι ο πιο μοναχικός) άνθρωπος σ' εκείνα τα μέρη. Ο φίλος του ο Γκάρετ, ο σερίφης που αργότερα τον σκότωσε, του είπε κάποτε: "Έχω εξασκηθεί πολύ στο σημάδι σκοτώνοντας βουβάλια". "Κι εγώ ακόμα πιο πολύ σκοτώνοντας ανθρώπους". απάντησε μετριόφρονα. Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέριες, ξέρουμε πάντως ότι είχε στο ενεργητικό του κάπου εικοσιένα φόνους - "χώρια τους Μεξικάνους". Μέσα σε εφτά ριψοκίνδυνα χρόνια, μια ήταν η πολυτέλεια που πρόσφερε στον εαυτό του: το θάρρος.
Τη νύχτα της 25ης Ιουλίου του 1880, ο Μπίλι δε Κιντ διέσχισε καλπάζοντας καβάλα στο άλογο του τον κεντρικό, ή μοναδικό, δρόμο του Φορτ Σάμνερ. Έκανε πολύ ζέστη και δεν είχαν ανάψει τις λάμπες. Ο αστυνόμος Γκάρετ, καθισμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα κάτω από ένα υπόστεγο, τράβηξε το πιστόλι του και του φύτεψε μια σφαίρα στην κοιλιά. Το άλογο συνέχισε, ο καβαλάρης κατρακύλησε στη σκόνη του δρόμου. Ο Γκάρετ του 'ριξε άλλη μια σφαίρα. Το χωριό (ξέροντας πως ο χτυπημένος ήταν ο Μπίλι δε Κίντ) ασφάλισε πόρτες και παράθυρα. Η αγωνία κράτησε πολύ κι ήταν γεμάτη βλαστήμιες. Όταν ο ήλιος ήταν πια ψηλά, τον πλησίασαν και τον αφόπλισαν, ήταν πια νεκρός. Πρόσεξαν ότι είχε το τσακισμένο εκείνο ύφος των νεκρών.
Τον ξύρισαν, του 'βάλαν πρόχειρα κάτι ρούχα και τον ξάπλωσαν στη βιτρίνα του πιο μεγάλου μαγαζιού, για να τον επιδείξουν στον περίγελο και τον τρόμο.
Κόσμος με άλογα ή μόνιππα μαζεύτηκε ένα γύρω, από μίλια μακριά. Την τρίτη μέρα έπρεπε πια να τον μακιγιάρουν. Την τέταρτη τον έθαψαν με χαρές και πανηγύρια.
Ο ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΠΙΛ ΧΑΡΙΓΚΑΝ
Από την "Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας"
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
ύψιλον/βιβλία
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
Οι φωτογραφίες από την εξαιρετική ταινία του ΣΑΜ ΠΕΚΙΝΠΑ : "PAT GARRETT AND BILLY THE KID"
. .