Ο Μάρεϊ είδε ένα όνειρο.
Η ψυχολογία σηκώνει τα χέρια όταν επιχειρεί να ερμηνεύσει τις περιπέτειες του άυλου εγώ μας στην περιοχή του ονείρου, "δίδυμου αδελφού του θανάτου". Το αφήγημα αυτό δεν φιλοδοξεί να δώσει καμιά ερμηνεία: θα περιοριστεί στην περιγραφή του ονείρου που είδε ο Μάρεϊ.
Μια από τις πιο αινιγματικές φάσεις αυτού του ξυπνήματος απ' το όνειρο είναι ότι γεγονότα που μας φαίνονται πως παίρνουν μήνες ή και χρόνια συμβαίνουν μέσα σε λεπτά ή δευτερόλεπτα.
Ο Μάρεϊ λοιπόν περίμενε στο κελί του μελλοθάνατου. Το κελί του φωτιζόταν από ένα γλόμπο στο ταβάνι του διαδρόμου. Πάνω σ' ένα φύλλο λευκό χαρτί, ένα μυρμήγκι πήγαινε πέρα δώθε, κι ο Μάρεϊ του έκλεισε το δρόμο μ' ένα χαρτοφάκελο. Η εκτέλεση ήταν για τις εννιά το βράδυ. Ο Μάρεϊ χαμογέλασε μπροστά στην ταραχή του πιο σοφού απ' τα έντομα.
Εφτά καταδικασμένοι σε θάνατο ήταν σ' εκείνη την πτέρυγα. Τρεις απ' αυτούς τους είχαν ήδη πάρει: ο ένας είχε χάσει τα λογικά του και πάλευε σαν τον λύκο στην παγίδα, ο άλλος, που κι αυτού του είχε σαλέψει, έστελνε στους ουρανούς μια υποκριτική αφοσίωση, ο τρίτος, που ήταν και λιγόψυχος, λιποθύμησε και χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν πάνω σε μια τάβλα. Ο Μάρεϊ αναρωτήθηκε πως θ' αντιδρούσαν τα δικά του πόδια, η καρδιά, το κεφάλι του, γιατί απόψε ήταν η σειρά του. Υπολόγισε πως κόντευε η ώρα εννιά.
Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, σ' ένα από τα απέναντι κελιά, ήταν κλεισμένος ο Καρπάνι, ο Σιτσιλιάνος που 'χε σκοτώσει τη γυναίκα του και τους δυο αστυνομικούς που πήγαν να τον συλλάβουν. Πολλές φορές είχαν παίξει μαζί ντάμα, ο καθένας από το κελί του, φωνάζοντας την κάθε κίνηση στον αόρατο αντίπαλο.
Μια βροντερή φωνή, εξαίρετης μουσικότητας, αντήχησε στον διάδρομο: "Ε, κύριε Μάρεϊ! Πως αισθάνεστε; Καλά;"
"Πολύ καλά, Καρπάνι", είπε ήρεμα ο Μάρεϊ, αφήνοντας το μυρμήγκι να ανέβει πάνω στον φάκελο, για να τον απιθώσει με προσοχή στο πέτρινο πάτωμα.
"Έτσι μπράβο, κύριε Μάρεϊ. Άντρες σαν κι εμάς πρέπει να ξέρουν να πεθαίνουν σαν άντρες. Την άλλη βδομάδα είναι η σειρά μου. Έτσι μπράβο. Αν θυμάσαι, κύριε Μάρεϊ, εγώ είχα κερδίσει την τελευταία παρτίδα. Ίσως κάποτε ξαναπαίξουμε".
Ο σαρκασμός του Καρπάνι, που τον ακολούθησε ένα βροντερό γέλιο, έδωσε πολύ κουράγιο στον Μάρεϊ, όσο να 'ναι, του Καρπάνι του 'μενε ακόμα μια βδομάδα ζωής.
Οι φυλακισμένοι άκουσαν τον ξερό ήχο των κλειδιών που άνοιγαν την πόρτα του διαδρόμου. Τρεις άνθρωποι προχώρησαν ως το κελί του Μάρεϊ και το άνοιξαν. Οι δυο ήταν δεσμοφύλακες, ο άλλος ήταν ο Φρανκ--όχι, αυτό έγινε πιο παλιά--, τότε λεγόταν αιδεσιμότατος Φρανσίσκο Ουίνστον, φίλος και σύντροφος του τα δύσκολα χρόνια.
"Ζήτησα να μ' αφήσουν να πάρω τη θέση του εφημέριου της φυλακής", είπε, δίνοντας το χέρι του στον Μάρεϊ. Στ' αριστερό του κρατούσε μια μισάνοιχτη μικρή Αγία Γραφή.
Ο Μάρεϊ χαμογέλασε ελαφρά και τακτοποίησε πάνω στο τραπέζι ένα στυλό και μερικά βιβλία. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε τι να πει. Οι φυλακισμένοι έλεγαν την πτέρυγα αυτή, που είχε είκοσι τρία μέτρα μήκος και εννέα πλάτος, Οδό Καθαρτηρίου. Ο τακτικός δεσμοφύλακας της Οδού Καθαρτηρίου, ένας άνθρωπος θεόρατος, τραχύς και καλόκαρδος, έβγαλε απ' την τσέπη του ένα παγούρι με ουίσκι και το πρόσφερε στον Μάρεϊ λέγοντας: "Είναι έθιμο, ξέρεις. Όλοι πίνουν για να πάρουν κουράγιο. Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σου γίνει συνήθειο".
Ο Μάρεϊ ήπιε με την ψυχή του.
"Έτσι μπράβο", είπε ο δεσμοφύλακας. "Ένα καλό ηρεμιστικό και όλα θα πάνε καλά".
Βγήκαν στο διάδρομο και οι κατάδικοι το μυρίστηκαν. Η Οδός Καθαρτηρίου είναι ένας κόσμος με τα όλα του, κι αν της λείπει κάποια απ' τις αισθήσεις, την αντικαθιστά με άλλη. Όλοι οι κατάδικοι ήξεραν πως κόντευε εννιά και πως ο Μάρεϊ θα πήγαινε στις εννιά στην "καρέκλα". Σε πολλά όμως τέτοια "Καθαρτήρια" υπάρχει και μια ιεραρχία του εγκλήματος. Ο άνθρωπος που σκότωσε απροκάλυπτα, στον πυρετό ενός καβγά, κατεβαίνει στο επίπεδο του ποντικού, της αράχνης και του ερπετού. Γι αυτό, απ' τους εφτά κατάδικους, μόνο τρεις αποχαιρέτησαν τον Μάρεϊ μεσ' από τα κάγκελα, όταν αυτός περνούσε τον διάδρομο: ο Καρπάνι, ο Μάρβιν, που σε μια απόπειρα να δραπετεύσει είχε σκοτώσει ένα φύλακα, και ο Μπάσετ ο ληστής, που αναγκάστηκε να σκοτώσει πάνω σ' ένα τρένο έναν ελεγκτή που δεν ήθελε να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Οι υπόλοιποι τέσσερις κράτησαν μια αξιοπρεπή σιωπή.
Ο Μάρεϊ απορούσε με την ίδια του την ηρεμία, που άγγιζε τα όρια της αδιαφορίας. Στην αίθουσα εκτελέσεων θα 'ταν καμιά εικοσαριά άνθρωποι, υπάλληλοι της φυλακής, δημοσιογράφοι και περίεργοι που. . .
Εκεί στη μέση της φράσης, το Όνειρο διακόπηκε ξαφνικά απ' τον θάνατο του συγγραφέα του παρόντος...Ξέρουμε όμως την κατάληξη της ιστορίας: Ο Μάρεϊ, καταδικασμένος σε θάνατο για τον φόνο της αγαπημένης του, αντιμετωπίζει τη μοίρα του με ανεξήγητη ηρεμία. Τον οδηγούν στην ηλεκτρική καρέκλα. Τον δένουν. Μονομιάς, το δωμάτιο, οι θεατές, οι προετοιμασίες της εκτέλεσης, του φαίνονται εξωπραγματικά. Αντιλαμβάνεται πως είναι θύμα μιας τρομαχτικής πλάνης. Γιατί τον έχουν καθίσει σ' αυτή την καρέκλα; Τι έχει κάνει; Ποιό είναι το έγκλημα του; Πετάγεται απ' τον ύπνο του: η γυναίκα κι ο γιός του είναι δίπλα του. Τότε μόνο συνειδητοποιεί πως ο φόνος, η δίκη, η καταδίκη σε θάνατο, η ηλεκτρική καρέκλα, όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Τρέμοντας ακόμα, σκύβει και φιλά τη γυναίκα του στο μέτωπο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο δήμιος κατεβάζει τον διακόπτη.
Η εκτέλεση διακόπτει το όνειρο του Μάρεϊ.
Ο. Henry
O Σκοινοβάτης ανέβασε αυτό το κείμενο με αφορμή δημοσίευμα της "Ελευθεροτυπίας",που αφορά την επίσπευση εκτέλεσης κρατουμένων (στις Αμερικάνικες φυλακές) , που πάσχουν από βαριές, ανίατες ασθένειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου