
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Αυτό που το θέατρο αναζητεί και φέρνει στο φως είναι μια βαθιά πραγματικότητα που μας την κρύβουν, συχνά προς το συμφέρον μας, οι αναγκαιότητες της ζωής. Ποιά είναι αυτή η πραγματικότητα; Ποιές είναι αυτές οι αναγκαιότητες; Όλη η ποίηση εκφράζει ψυχικές καταστάσεις. Αλλά ανάμεσα στις καταστάσεις αυτές υπάρχουν μερικές που γεννιούνται κυρίως από την επαφή του ανθρώπου με τους ομοίους του. Αυτά ακριβώς τα συναισθήματα είναι τα πιο έντονα και τα πιο βίαια. Όπως τα ηλεκτρικά φορτία έλκονται και συσσωρεύονται ανάμεσα στις δυο πλάκες του πυκνωτή, όπου θα εμφανιστεί ο ηλεκτρικός σπινθήρας, έτσι, με μόνη την παρουσία ανθρώπων μαζί με άλλους ανθρώπους, παράγονται βαθιές έλξεις και απωθήσεις, πλήρεις ρήξεις ισορροπίας, τέλος, αυτή η ηλέκτριση της ψυχής που είναι το πάθος. Αν ο άνθρωπος εγκαταλειπόταν στην κίνηση της αισθητής του φύσης, αν δεν υπήρχε ούτε κοινωνικός ούτε ηθικός νόμος, αυτές οι εκρήξεις έντονων συναισθημάτων θα ήταν κάτι κοινό στη ζωή. Μα είναι χρήσιμο οι εκρήξεις αυτές να αποτρέπονται. Είναι ανάγκη να ζει ο άνθρωπος σε κοινωνία και, κατά συνέπεια, να υποτάσσεται σ' έναν κανόνα. Και ό,τι συμβουλεύει το συμφέρον, το προστάζει το λογικό: υπάρχει ένα καθήκον και ο προορισμός μας είναι να το υπακούουμε. Κάτω απ' αυτή τη διπλή επιρροή χρειάστηκε να σχηματιστεί για το ανθρώπινο είδος ένα επιφανειακό στρώμα συναισθημάτων και ιδεών που ρέπουν προς την αμετακινησία, που θα ήθελαν τουλάχιστο να είναι κοινά σ' όλους τους ανθρώπους και που αποκρύπτουν, όταν δεν έχουν τη δύναμη να την πνίξουν, την εσωτερική φωτιά των ατομικών παθών. Η αργή πρόοδος της ανθρωπότητας προς μια ολοένα πιο ειρηνευμένη κοινωνική ζωή σταθεροποίησε σιγά-σιγά αυτό το στρώμα, όπως η ίδια η ζωή του πλανήτη μας υπήρξε μια μακρά προσπάθεια για να καλύψει μ' έναν στέρεο και ψυχρό υμένα τη διάπυρη μάζα των αναβραζόντων μετάλλων. Αλλά υπάρχουν ηφαιστειακές εκρήξεις. Και αν η γη ήταν ζωντανό ον, όπως την ήθελε η μυθολογία, πιθανόν θα της άρεσε, καθώς αναπαυόταν, να ονειρεύεται αυτές τις απότομες εκρήξεις, με τις οποίες θ' αποκτούσε πάλι τον έλεγχο πάνω σε ό,τι πιο βαθύ έχει.
Το θέατρο μας παρέχει ακριβώς μια τέτοιου είδους απόλαυση. Κάτω από την ήρεμη, αστική ζωή, που έχουν συνθέσει για λογαριασμό μας η κοινωνία και το λογικό, ανακινεί μέσα μας κάτι που ευτυχώς δεν εκρήγνυται, αλλά του οποίου μας κάνει να νιώσουμε την εσωτερική ένταση. Είναι η εκδίκηση της φύσης επί της κοινωνίας. Άλλοτε θα πάει ίσα στο στόχο' θα καλέσει από το βάθος στην επιφάνεια τα πάθη που αναστατώνουν τα πάντα. Άλλοτε θα λοξοδρομήσει, όπως κάνει συχνά το σύγχρονο θέατρο' θα μας αποκαλύψει με μια, μερικές φορές εξεζητημένη, επιδεξιότητα, τις αντιφάσεις της κοινωνίας με τον εαυτό της' θα μεγαλοποιήσει ό,τι τεχνητό μπορεί να υπάρχει στον κοινωνικό νόμο' κι έτσι, μ' ένα πλάγιο μέσο, σπάζοντας αυτή τη φορά το περίβλημα, θα μας κάνει πάλι ν' αγγίξουμε το βάθος. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις, είτε αποδυναμώνει την κοινωνία είτε ενδυναμώνει τη φύση, επιδιώκει τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, που είναι να μας αποκαλύψει ένα κρυφό μέρος του εαυτού μας, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το τραγικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας.
Αυτή την εντύπωση έχουμε όταν βγαίνουμε από ένα ωραίο θεατρικό έργο. Αυτό που μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον είναι λιγότερο τα όσα μας έχει διηγηθεί για άλλους και περισσότερο αυτό που μας έχει κάνει να διακρίνουμε από εμάς τους ίδιους, ένας ολόκληρος συγκεχυμένος κόσμος θολών πραγμάτων, που θα ήθελαν να υπάρξουν και που, ευτυχώς για μας, δεν υπήρξαν. Φαίνεται σαν να κάλεσε μέσα μας τις απείρως παλιές αταβιστικές αναμνήσεις, τις τόσο βαθιές, τις τόσο ξένες προς την παρούσα ζωή μας, ώστε αυτή η ζωή να μας φαίνεται για μερικές στιγμές σαν κάτι εξωπραγματικό και συμβατικό, στο οποίο θα χρειαζόταν εκ νέου να ασκηθούμε.
Πράγματι, λοιπόν, το θέατρο έψαξε κάτω από πιο χρήσιμα αποκτήματα μια πιο βαθιά πραγματικότητα.
Henry Bergson
("Το γέλιο", μετάφραση Βασίλης Ταμανάς)
εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1998